προδιηρθρωμένων

προδιηρθρωμένων
πρό-διαρθρόω
divide by joints
perf part mp fem gen pl (attic epic doric ionic aeolic)
πρό-διαρθρόω
divide by joints
perf part mp masc/neut gen pl (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδιαρθρώ — όω, Α 1. κόβω σε κομμάτια, διαμελίζω κάτι προηγουμένως 2. (κατ επέκτ.) διασαφηνίζω κάτι εκ τών προτέρων («προδιηρθρωμένων τούτων», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρθρῶ «χωρίζω με αρθρώσεις, περιγράφω με σαφήνεια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”